Παρασκευή 7 Μαρτίου 2008

Οικανάπτυξη και τοπική αυτοδιοίκηση και Μ.Κ.Ο

Μια καινοτόμος προσέγγιση για την αναζωογόνηση στις τοπικές κοινωνίες
( Βασίλης Τακτικός – Διευθυντής του περιοδικού και του Δικτύου Μ.Κ.Ο «Ανάδραση»)

Τα «καλά νέα» για την αντιμετώπιση της τοπικής απασχόλησης και την ανάπτυξη προϊόντων και υπηρεσιών ποιότητας έρχονται μέσα από το μοντέλο οικοανάπτυξης στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης με τη συμμετοχή συλλογικών οργανώσεων και πολιτών.
Αυτή είναι μια νέα προοπτική για την τοπική αυτοδιοίκηση σε μια χρονιά που έχουμε Δημοτικές εκλογές και μπορεί ν’ ανοιξει σχετικός διάλογος, έχοντας τη γενικότερη ευρωπαϊκή εμπειρία που μας δείχνει ότι η τοπική αυτοδιοίκηση και οι Μ.Κ.Ο. μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική οικονομία.
Οικοανάπτυξη σημαίνει πρώτα απ’ όλα ανάπτυξη και βελτίωση συνθηκών ζωής κοντά στον πολίτη, στο οικείο του περιβάλλον, στο χωριό του, στη γειτονιά του. Βρίσκεται στον αντίποδα του γιγαντισμού των εκμεταλλεύσεων των φυσικών πόρων και της υπερφόρτωσης του δομημένου περιβάλλοντος των μεγαλουπόλεων. Όπως ο οικοτουρισμός είναι για παράδειγμα στον αντίποδα του μαζικού τουρισμού και οι μικρές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στον αντίποδα των γιγαντιαίων εργοστασίων που εξαντλούν τα ενεργειακά αποθέματα.
Γνωρίζουμε όμως, ότι η στροφή προς τις ήπιες μορφές εκμετάλλευσης μπορεί να γίνει μόνον με την κινητοποίηση ανθρώπινων πόρων κτίζοντας γέφυρες εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ πόλης και υπαίθρου για τη διεκδίκηση νέων μορφών απασχόλησης, αξιοποίησης ελεύθερου χρόνου και ποιότητας ζωής.
Μια τέτοια προσέγγιση είναι αποτελεσματική από τη στιγμή που η επιχειρηματικότητα και οι επενδυτικοί πόροι προσανατολίζονται προς την περιφέρεια. Η αναγκαιότητα ασφαλώς, δεν προκύπτει μόνον από τη γενικότερη ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος, της υγειινής και ποιότητας ζωής, αλλά και από την ανάγκη ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας στη χώρα μας με την πράσινη και πολιτιστική επιχειρηματικότητα.
Πρόκειται για δραστηριότητες που με αναπτυξιακές πρωτοβουλίες στον οικοτουρισμό, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την οικιστική πολιτική, τα πάρκα φυσικής ανανέωσης και υγείας. δημιουργούν προστιθέμενη αξία σε κάθε περιοχή. Για παράδειγμα η στροφή προς τον οικοτουρισμό και την απασχόληση στην ύπαιθρο δημιουργεί αύξηση των περουσιακών αξιών γης στην περιφέρεια με την επανακατοίκηση.
Αυτοί οι άξονες οικοανάπτυξης στο βαθμό που συγκροτούνται σε πολιτική μπορούν να τεθούν για πρώτη φορά στον προεκλογικό διάλογο για τις δημοτικές εκλογές του 2006.
Έτσι είναι σαφές ότι η οικοανάπτυξη ως σχεδιασμός και μοντέλο είναι μια καινοτόμος πολιτική που ανοίγει νέους ορίζοντες για την τοπική αυτοδιοίκηση.


Στη χώρα μας υπάρχουν ελάχιστα φωτεινά παραδείγματα που μπορούμε να παρουσιάσουμε σε τοπικό επίπεδο και στο χώρο της τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ωστόσο είναι αναγκαίο ν’ αναδειχθούν για να παραδειγματιστούν τουλάχιστον εκείνοι που αναζητούν ένα όραμα για τις τοπικές κοινωνίες.
Ελάχιστα είναι επίσης τα παραδείγματα τα οποία μπορούμε να κατατάξουμε στα ολοκληρωμένα σχέδια οικοαναπτυξιακής πολιτικής σε επίπεδο κράτους, μολονότι υπάρχει τεχνοκρατικός σχεδιασμός με ευρωπαϊκά και κρατικά προγράμματα ενισχύσεων προς αυτό το σκοπό.
Είναι εμφανές ότι η εφαρμοζόμενη περιφερειακή πολιτική βρίσκεται αρκετά πίσω, τόσο ως προς τον τεχνοκρατικό σχεδιασμό που υπάρχει στο επίπεδο των Βρυξελλών όσο και από τις πρωτοβουλίες που υπάρχουν στο επίπεδο των μη κυβερνητικών οργανώσεων με την παρατήρηση όμως ότι οι τελευταίες παρουσιάζουν ένα κατακερματισμό δράσεων και δε μπορούν να καλύψουν το έλλειμμα πολιτικής σ’ αυτό τον τομέα.
Στα κόμματα δεν έχει εισαχθεί ακόμη αυτός ο όρος της οικοανάπτυξης, τουλάχιστον ως θεματική πολιτική για την τοπική αυτοδιοίκηση. Και αυτό συμβαίνει σ’ αντίθεση με τον τεχνοκρατικό σχεδιασμό του κράτους, που σε κάθε περίπτωση είναι αποτέλεσμα κομματικής πολιτικής κατεύθυνσης. Αυτό το έλλειμμα πολιτικής στερεί το εγχείρημα της οικοανάπτυξης από τις προωθητικές δυνάμεις της κοινωνίας που μόνον η πολιτική μπορεί να ενεργοποιήσει
Επομένως, τα κόμματα έχουν πρώτα να συνειδητοποιήσουν την αναγκαιότητα διαμόρφωσης πολιτικής για την οικοανάπτυξη και στη συνέχεια να μπορούν να προτείνουν και να προωθήσουν επιλογές στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Προς το παρόν υπάρχουν μόνον σκέψεις στα κόμματα και ενδεχομένως να προωθηθεί στο άμεσο μέλλον μια τέτοια αντίληψη,αφού η οικοανάπτυξη αποτελεί μοναδικό εργαλείο πολιτικής για την αναζοωγόνηση της υπαίθρου.
Αλλά από τους φορείς πολιτικής και τα κόμματα πρέπει ν’ αναζητηθεί και το πολιτικό υποκείμενο της οικοανάπτυξης, οι συλλογικότητες εκείνες που συνθέτουν την κοινωνία των πολιτών σε δίκτυα όπως οι οικολογικές οργανώσεις, το κίνημα των καταναλωτών, οι εθνικοτοπικοί σύλλογοι και εν γένει οι μη κυβερνητικές οργανώσεις.
Οραματιστές, τεχνοκράτες, επιχειρηματίες, εθελοντές και μη κυβερνητικές οργανώσεις, μπορούν να αποτελέσουν τη δυναμική σύνθεση των ανθρώπινων πόρων για να μπει η μικροπεριφέρεια στην τροχιά της οικοανάπτυξης.
Οι εθελοντικές οργανώσεις που σηματοδοτούν τις νέες τάσεις για ποιότητα ζωής και προστασία και ανάδειξη του περιβάλλοντος, μπορούν να δείξουν και τις νέες τάσεις προς την κοινωνική οικονομία για να κατευθύνουν τις επενδύσεις της επιχειρηματικότητας με αυξημένη κοινωνική ευθύνη. Απαραίτητος όρος όμως για να πετύχουν μια τέτοια κινητοποίηση είναι η δικτύωση και η οριζόντια επικοινωνία αυτών των οργανώσεων.
Από την άλλη πλευρά στο επίπεδο της τοπική αυτοδιοίκησης εάν μέσα στην οκταετία των Καποδιστριακών Δήμων της περιοχής που σε λίγους μήνες βέβαια εξαντλείται, είχε διατεθεί ένα ελάχιστο ποσοστό 5 έως 10% των κονδυλίων στην Τ.Α. για επενδύσεις στον οικοτουρισμό – αγροτουρισμό, η εικόνα στο ζήτημα της ανάπτυξης

τοπικής απασχόλησης θα ήταν τελείως διαφορετική, προς το καλύτερο για την αναζωογόνηση της τοπικής κοινωνίας.
Εδώ χρειάζεται μια νέα συνειδητοποίηση των αιρετών της τοπικής αυτοδιοίκησης για τις δυνατότητες της οικοανάπτυξης.
Kινητοποίηση των ανθρώπινων πόρων
Η επινόηση της ουσιαστικής πολιτικής για την οικοανάπτυξη βρίσκεται στην κινητοποίηση των ανθρώπινων πόρων και όχι απλά στη διαχείριση. Το ζήτημα της διαχείρισης είναι τεχνοκρατική υπόθεση.
Ουσιαστικά, η βιώσιμη οικοανάπτυξη και ο οικοτουρισμός είναι μια στρατηγική επιλογή επένδυσης που βασίζεται στην ανάδειξη του φυσικού περιβάλλοντος σε συνδυασμό με την κινητοποίηση των ανθρώπινων πόρων για την αναγέννηση της υπαίθρου.
Αυτοί που πρέπει να αποφασίσουν για το μέλλον είναι οι ίδιες οι τοπικές κοινωνίες μέσα από διαδικασίες διαβούλευσης και πρέπει να δοθεί χώρος σε εκείνους που πιστεύουν στη συλλογική δημιουργία των εθελοντών και ενθαρρύνουν την εθελοντική κουλτούρα. Μ’ αυτή την έννοια πρέπει να δοθεί ζωτικός χώρος πολιτικής στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών πέρα από τα όρια του κράτους και της αγοράς.
Η κινητοποίηση ανθρώπινων πόρων προϋποθέτει πριν από όλα τοπικό όραμα και σχεδιασμό. Οι οραματιστές είναι απαραίτητοι για να δώσουν νόημα και ενεργητικότητα στον πατριωτισμό της τοπικής κοινωνίας ώστε να την κινητοποιήσουν, και οι τεχνοκράτες στη συνέχεια είναι απαραίτητοι για τον σχεδιασμό , τις μελέτες και την οργανωτική κουλτούρα που χρειάζεται για να αναπτυχθεί με σχέδιο η τοπική οικονομία.
Αυτές οι δυο κατηγορίες υποκειμένων πηγαίνουν μαζί και ανοίγουν το δρόμο πριν έλθουν οι επιχειρηματίες να επενδύσουν σε τομείς που δε θα το έκαναν από μόνοι τους χωρίς να υπάρχουν οι υλικές και ανθρώπινες υποδομές.
Οι επενδύσεις έρχονται συνήθως μετά, όταν υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις και η κατάλληλη προβολή των συγκριτικών πλεονεκτημάτων μιας περιοχής.
Οι Δήμοι μπορούν ν’ αναδείξουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής τους μέσα από την εκπόνηση επιχειρηματικών σχεδίων. Σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη και προώθηση μπορούν να παίξουν οι εθελοντές για το περιβάλλον και τον πολιτισμό στα πλαίσια των μη κυβερνητικών οργανώσεων, όπως ήδη κάνουν πολλές οργανώσεις αν και όχι τόσο συντονισμένα.
Έχει όμως διαπιστωθεί ότι στους Καποδιστριακούς Δήμους δεν αρκούν μόνον οι διαθέσιμοι ανθρώπινοι πόροι της περιοχής για να αναλάβουν το αναπτυξιακό έργο, διότι είναι γνωστή η ερήμωση και απογύμνωση της υπαίθρου από τους νέους. Χρειάζεται η επιστροφή και ο εμπλουτισμός με νέο δυναμικό από τα μεγάλα αστικά κέντρα και αυτό μπορεί να γίνει μόνον με οργανωμένο σχέδιο και σε συνεργασία με άλλες περιβαλλοντικές και πολιτιστικές οργανώσεις που ενδιαφέρονται να έχουν ένα σημείο αναφοράς στην ύπαιθρο.



Οικοπάρκα και οικοκοινότητες – Βιοκαταναλωτές
Ο συνδυασμός αναπτυξιακών στόχων και η κινητοποίηση των ανθρώπινων πόρων συνθέτουν το κοινωνικό κεφάλαιο της οικοανάπτυξης.
Τα οικοπάρκα και οι οικοκοινότητες είναι παραδείγματα που μπορούν να δημιουργήσουν οικολογικές και βιοκαταναλωτικές οργανώσεις που ενδεχομένως εδρεύουν στα μεγάλα αστικά κέντρα σε συνεργασία με μικρούς «Καποδιστριακούς» Δήμους μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη του κοινωνικού κεφαλαίου, προωθώντας ανάλογες σχέσεις με οργανώσεις που αναζητούν σημείο αναφοράς στην ύπαιθρο.
Διότι πέρα από τους ιδιώτες επιχειρηματίες που μπορούν να επενδύσουν στον οικοτουρισμό – αγροτουρισμό, υπάρχει και το ενδιαφέρον αυτών των οργανώσεων να δημιουργήσουν οικοπάρκα και να συμβάλλουν με αυτό τον τρόπο από μια άλλη σκοπιά στην ενίσχυση της τοπικής κοινωνίας και οικονομίας, αφού η παρουσία τους και η δραστηριότητές τους στην ύπαιθρο θα ανεβάσουν αναγκαστικά και την ενεργητικότητα της τοπικής οικονομίας
Μια άλλη ιδέα που μπορεί να βρει έδαφος βιωσιμότητας είναι να υιοθετήσουν διάφορες βιοκαταναλωτικές οργανώσεις μικρά αγροκτήματα με βιοκαλλιέργειες και κοπάδια βιολογικής κτηνοτροφίας στα χωριά, αγοράζοντας και ενισχύοντας άμεσα παραγωγούς τέτοιων προϊόντων με αντάλλαγμα να προμηθεύονται και να καταναλώνουν προϊόντα στα οποία θα μπορούν συμμετέχουν οι ίδιοι στον ελεύθερο χρόνο με συχνές επισκέψεις στην ύπαιθρο και στις εργασίες παραγωγής.
Η ανάπτυξη μιας τέτοιας συνεργατικής και συμμετοχικής σχέσης μεταξύ αγροτών και βιοκαταναλωτικών οργανώσεων μπορεί να δώσει νόημα και περιεχόμενο στην αναγέννηση της υπαίθρου.
Θα μπορούσε να είναι μια γενικότερη πολιτική διαδημοτικής συνεργασίας με στόχο να γίνουν επενδύσεις και από τους ιδιώτες των πόλεων στο παραγόμενο προϊόν στην ύπαιθρο.
Αυτές οι αναπτυξιακές πρωτοβουλίες δε θίγουν την «αγορά», αλλά μπορούν να λειτουργούν συμπληρωματικά προς την αναζωογόνηση του συνόλου της οικονομίας στο βαθμό που αξιοποιούνται ανενεργοί φυσικοί και ανθρώπινοι πόροι.
Πρόκειται για ένα μοντέλο ποιότητας ζωής, το οποίο μπορεί να βασίζεται στους βιοκαταναλωτές και τις οικοκοινότητες που αναπτύσσουν διάφορες οικολογικές οργανώσεις, ένα μοντέλο το οποίο μπορεί να καλύπτει ουσιαστικές ανάγκες και από τις δυο πλευρές, την ανάγκη αφενός του σύγχρονου καλλιεργημένου καταναλωτή για την ποιότητα της υγειινής διατροφής και την ανάγκη του νέου αγρότη να υποστηριχθεί ηθικά και οικονομικά για μια υψηλή ποιοτική παραγωγή.
Στην αρχή διαμεσολαβητικό ρόλο για μια τέτοια σχέση μπορούν να παίξουν και οι διάφοροι εθνικοτοπικοί σύλλογοι που υπάρχουν στα μεγάλα αστικά κέντρα και διατηρούν σχέση με τους τόπους καταγωγής.
Αυτοί οι σύλλογοι της δεύτερης γενιάς εσωτερικών μεταναστών είναι γνωστό ότι αρχίζουν να φθίνουν αναλαμβάνοντας όμως ένα νέο περιεχόμενο στη δράση τους μπορούν και οι ίδιοι ν’ αναζωογονηθούν, προς όφελος της οικοανάπτυξης και του


οικοτουρισμού αφού δύναται ν’ αποτελέσουν μια γέφυρα επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ μεγάλων αστικών κέντρων και υπαίθρου.
Με βάση τις παραπάνω σκέψεις και αντιλήψεις θα ήταν σκόπιμο να δημιουργηθεί ένα ανοικτό φόρουμ ανοίγοντας το διάλογο με θέμα:
Βιοκαταναλωτές – Οικοκοινότητες – Οικοτουρισμός : Με σκοπό ένα συνέδριο οικολογικών οργανώσεων και βιοκαταναλωτικών οργανώσεων για συνεργασία με στόχο την οικοανάπτυξη σε ορεινές περιοχές και μικρά Νησιά στα πλαίσια της θεματικής.
Στόχος της συνάντησης είναι να δημιουργηθούν σχέσεις αλλά και ένα επίπεδο συνεργασίας συλλογικών οικολογικών οργανώσεων που λειτουργούν στην Αθήνα με δήμους της περιφέρειας που μπορούν να προσφέρουν χώρους για οικοπάρκα και ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη του οικοτουρισμού.